τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
μαθητεία — Όρος του εργατικού δικαίου που δηλώνει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο μαθητευόμενος, γενικά σε ηλικία 14 έως 20 ετών, κατά την πρακτική εκμάθηση ενός επαγγέλματος ή ειδικότητας, κυρίως στον βιομηχανικό και στον βιοτεχνικό τομέα, υπό την… … Dictionary of Greek
πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… … Dictionary of Greek
τηλεχειρισμός — Σύστημα, συνήθως ηλεκτρικό, που επιτρέπει τον χειρισμό μηχανών, συσκευών, οργάνων κλπ. από απόσταση. Σε πολλές εγκαταστάσεις είναι χρήσιμο να χειριζόμαστε τα διάφορα όργανα που συνθέτουν ένα σύνολο από ένα ή περισσότερα κεντρικά σημεία, είτε για… … Dictionary of Greek
φρόνιμος — η, ο / φρόνιμος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ίμη Α 1. σώφρων, συνετός, μυαλωμένος, γνωστικός (α. «είναι φρόνιμο και ευγενικό παιδί» β. «ὡς φρόνιμον καὶ εὐγενικὸν οἱ ὅλοι τὸν ἐκλέξαν», Χρον. Μoρ.) 2. (για σκέψη ή πράξη) αυτός που φανερώνει σύνεση, φρόνηση 3 … Dictionary of Greek
προνοώ — προνόησα 1. προβλέπω, σκέφτομαι από πριν: Προνόησα και πήρα τρόφιμα μαζί μου, αλλιώς θα μενα νηστικός. 2. φροντίζω, μεριμνώ για κάποιον από πριν: Οι γονείς προνοούν για τα παιδιά τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)